Θα αναφερθώ στην κατηγορία των ανθρώπων που εντάσσονται στις ιδεοψυχαναγκαστικές προσωπικότητες. Κυριαρχεί η αμείωτη επιθυμία τους να έχουν τα πάντα υπό έλεγχο, με όποιο συναισθηματικό κόστος για τους ίδιους και με την πεποίθηση ότι έχουν πάντα δίκιο. Η συμβίωση με αυτά τα άτομα συνήθως είναι αρκετά δύσκολη.
Για να μπορέσει κανείς να βγει από την εμμονή της τελειοθηρίας και της ιδεοψυχαναγκαστικής προσωπικότητας, χρειάζεται να συμφιλιωθεί με την υποκειμενική του αίσθηση του αλάνθαστου, μέσα από τον απόλυτο έλεγχο των πάντων, που από μόνο του είναι ουτοπικό και έτσι να αποδεχτεί ότι δεν είναι τέλειος.
Είναι γνωστή η αποτελεσματικότητα της γνωσιακής – συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας (BCT) στο να αμβλύνει την ένταση των ψυχαναγκαστικών συμπεριφορών.
Είναι σημαντική η επίγνωση μας, ότι κανείς δεν γεννιέται τέλειος και κανείς δεν γνωρίζει τα πάντα εκ γενετής. Δεν υπάρχει επιτυχία χωρίς εμπόδια, ούτε η όποια γνώση όσο τέλεια μπορεί να είναι, εγκαθίσταται χωρίς την εμπειρία των λαθών. Επειδή η επανάληψη είναι η μήτηρ της μαθήσεως, είναι σημαντικό να έχουμε την επίγνωση ότι η γνώση κερδίζεται μέσα από την δέσμευση και τις επανειλημμένες προσπάθειες δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στα όποια βιώματα και εμπειρίες και όχι στο εδώ και τώρα.
Είναι εξ ίσου πολύ σημαντικό, να δίνουμε την σωστή για μάς σειρά των προτεραιοτήτων μας, με βάση τις πραγματικές μας ανάγκες. Αυτό βέβαια είναι μία δεξιοτεχνία που πρέπει ο καθένας μας να καλλιεργήσει.
Δεν είναι δυνατόν να λέμε πάντα «ναι» με τον φόβο μήπως απογοητεύσουμε σημαντικά για μάς πρόσωπα. Η προσωπικότητά μας διαμορφώνεται όταν μπορούμε με επίγνωση να πούμε ελεύθερα και «όχι» σε κάτι που δεν συμμεριζόμαστε. Έτσι λειτουργούμε στα δικά μας θέματα, δίνοντας τον δικό μας χρόνο και δεν αφήνουμε χώρο για τις ενοχές.
Η αδυναμία μας στο να λειτουργήσουμε έτσι, μάς οδηγεί στον «έλεγχο» μέσω υποκατάστατων τα οποία είναι οι όποιες ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές.
Ένας τελειοθηρικός έχει την τάση να θέλει να αντιμετωπίσει όλα τα θέματα ταυτοχρόνως και τέλεια και είναι τότε που τον κυριεύει το άγχος. Είναι τότε που θα πρέπει να εξασκηθεί στο να ζητά βοήθεια από άλλα άτομα και να εξουσιοδοτεί άλλους που κρίνει εκείνος ως πλέον κατάλληλους για την ολοκλήρωση κάποιων θεμάτων, χωρίς ενοχές. Εξάλλου και οι πιο ικανοί άνθρωποι έτσι λειτουργούν.
Στα πολλά θέματα που βάζουμε ταυτόχρονα, αναγνωρίζουμε ότι δεν θα ανταπεξέλθουμε και έτσι χάνουμε το κίνητρο και καταλήγουμε στο να μην κάνουμε ούτε και τα λίγα πολύ καλά.
Ας αναπτύξουμε λοιπόν την αυτοεπίγνωση του τι μπορούμε να κάνουμε σεβόμενοι τον χρόνο μας και τον εαυτό μας.
Μία υγιής εκπαίδευση βασίζεται στην κριτική των «κακών» πράξεων με ταυτόχρονη επιβράβευση των «καλών». Η εκπαίδευση των τελειοθηρικών ανθρώπων βασίζεται κυρίως στην κριτική των «κακών» πράξεων και στην έλλειψη της επιβράβευσης των «καλών». Αυτό έχει σαν συνέπεια ο εγκέφαλος του ανθρώπου να έχει μια έλλειψη εγγραφής θετικών συναισθημάτων.
Όπως οι ψυχαναγκαστικοί, έτσι και οι τελειοθηρικοί χαρακτηρίζονται από μία παιδική ηλικία κατά την οποία δέχτηκαν έναν καθοριστικό τρόπο εκπαίδευσης από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Κυρίως τέσσερα είδη εκπαίδευσης υπάρχουν που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού του είδους των συμπεριφορών.
Α) Οι γονείς είχαν επενδύσει στο παιδί με πολύ μεγάλες προσδοκίες και εκείνο έκανε ότι ήταν δυνατόν ώστε να μην τους απογοητεύσει. Έτσι η ίδια η ύπαρξή του ταυτιζόταν με τις επιτυχίες του στα «θέλω» άλλων και ήταν εις βάρος της αυτοπραγμάτωσής και της αυτοεπιβεβαίωσης του.
Β) Οι γονείς υπήρξαν ιδιαίτερα υπερπροστατευτικοί με στόχο να προστατέψουν το παιδί τους από οποιαδήποτε αποτυχία. Σαν συνέπεια ήταν να έχει την πεποίθηση το παιδί ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά την ζωή του και να ξεπερνά τα όποια εμπόδια.
Γ) Η αίσθηση της διαφορετικότητας και κατωτερότητας που μπορεί να βιώνει ένα παιδί στο σχολείο π.χ. λόγω κάποιας αναπηρίας του, διαφορετικού χρώματος και εθνικότητας, φτώχιας κ.α. Προσπαθεί έτσι να αναπληρώσει αυτό το κενό με την δική του υπερπροσπάθεια και δέσμευση σε έναν τομέα ώστε να γίνει αποδεκτό.
Δ) Είναι η περίπτωση ιδιαίτερα επιτυχημένων γονέων στην ζωή, που οι ίδιοι λειτουργούν ως πρότυπο π.χ. εξυπνάδας, ομορφιάς, καριέρας κ.α. έτσι στο παιδί αναπτύσσεται μία αίσθηση ανικανότητας καθ΄ ότι δυσκολεύεται να τους φτάσει. Δεν μπορεί να κατανοήσει τις άπειρες αποτυχίες που συνάντησαν στη ζωή τους οι γονείς του μέχρι να φθάσουν εκεί που έφθασαν. Σαν να είχαν γεννηθεί και από τη φύση τους να είναι αλάνθαστοι και επιτυχημένοι.
Για να μπορέσει κανείς να φύγει από την τελειοθηρία και την ιδεοψυχαναγκαστική προσωπικότητα χρειάζεται να συμφιλιωθεί με την πλευρά της ατέλειας και ανεπάρκειας κατανοώντας ότι και αυτό αποτελεί ένα μέρος του εαυτού του.
Σπύρος Μεταξάς Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής