Όταν ξεκινά τη σχέση του ένα νέο ζευγάρι, επικρατεί έντονα το συναίσθημα της χαράς, της αισιοδοξίας, της ευχαρίστησης, της πληρότητας, συχνά υπάρχει και ο έρωτας. Τι ποιο ωραίο και αλλοίμονο σ’ αυτόν που δεν το έχει ζήσει έστω και μία φορά στη ζωή του.
Τα άτομα που αποτελούν το ζευγάρι, έχουν διαφορετικά βιώματα, από διαφορετικές οικογένειες με διαφορετικά ακούσματα, διαφορετικές προσδοκίες και πιθανά διαφορετικά αξιακά συστήματα.
Στη γονική οικογένεια του κάθε μέλους του ζευγαριού συχνά αναπτύσσονται δυσλειτουργικές συμπεριφορές. Όπως η ζήλεια και η κτητικότατα του ενός γονέα προς τον άλλο, ή από τον γονέα προς το παιδί του. Ως συνέπεια είναι να μην αναπτυχθεί μία υγιής σχέση προσκόλλησης του παιδιού προς τον γονέα του. Έτσι στην ενήλικη ζωή του το παιδί θα ζήσει τις όποιες διαπροσωπικές του σχέσεις έχοντας σαν πρότυπο τα δικά του γονικά βιώματα, με μία τάση κυριαρχίας προς τον άλλο. Βέβαια αυτό λειτουργεί εις βάρος της ενσυναίσθησης, που είναι αναγκαίο συστατικό για μία ισορροπημένη σχέση.
Για παράδειγμα μία μητέρα ιδιαίτερα κτητική προς τον γιό της έχει την τάση, πάντα με τις καλύτερες των προθέσεών της, να ανακατεύεται και να επηρεάζει καθοριστικά τις όποιες συντροφικές επιλογές του παιδιού της. Λόγω της δικής της άγνοιας, με αυτόν τον τρόπο το παιδί της στην ενήλικη ζωή μπορεί να αναπτύξει έντονα τις δικές του ενδοοικογενειακές συγκρούσεις. Είναι αυτό που λέγεται στην ψυχολογία, ότι το άτομο δεν έχει κόψει ακόμη «τον ομφάλιο λώρο» από τη γονική του οικογένεια.
Πολύ σημαντικό και καθοριστικό ρόλο στις επιλογές των ανθρώπων παίζει η γνώση, μαζί με την επίγνωση, που διαμορφώνει στη συνέχεια τη συνείδηση. Η γνώση μάς βοηθά στο να έχουμε μία αντικειμενική εικόνα της πραγματικότητάς μας. Στην επίγνωση παίζουν καθοριστικό ρόλο τα συναισθήματα που μάς αναδύονται. Η συνείδηση διαμορφώνεται με τη λειτουργική συνεργασία των άλλων δύο.
Το συναίσθημα της κτητικότητας που μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα μέλος του ζευγαριού, είναι ιδιαίτερα τοξικό για τη σχέση τους.
Τι όμως το συντηρεί; Ο φόβος ότι θα «χάσει» αυτό που δικαιωματικά του ανήκει, η προσωπική του ανασφάλεια, ο φόβος της απόρριψης, η χαμηλή αυτοεκτίμησή του και συχνά οι προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες εγκατάλειψης από άλλους συντρόφους.
Ως συνέπεια αυτής της ψυχολογικής κατάστασης που διαμορφώνεται, είναι το έντονο συναίσθημα της ζήλειας που αναπτύσσεται και που οδηγεί το άτομο στο να αναπτύσσει όλο και πιο επίμονο και ασφυκτικό έλεγχο του άλλου. Έχοντας ταυτόχρονα την εξωπραγματική προσδοκία ότι ο άλλος θα είναι υπάκουος, διαθέσιμος, δοτικός, ευγνώμων απέναντί του. Θα τον συμβουλεύεται για τις όποιες επιλογές του, αρνούμενος τις όποιες προσωπικές ελεύθερες επιλογές του, που θα μπορούσαν να τον θυμώσουν.
Βέβαια στην αρχή της σχέσης τους, μπορεί να έδειχνε μία ανεκτικότητα σ’ αυτές τις αποκλείσεις, στο όνομα της «μεγάλης αγάπης» και αφοσίωσης που δείχνει προς τον άλλον. Ο εγωισμός του όμως δεν του επιτρέπει να δει τον βαθμό στον οποίο ασφυκτιά ο άλλος, έχοντας χάσει την ελευθερία της αυτοδιάθεσής του και πόσο ματαιωμένος νοιώθει.
Έτσι με το πέρασμα του χρόνου το ένα μέλος του ζευγαριού νιώθει ότι σταδιακά χάνει την αυτονομία του και μειώνεται η προσωπική του ελευθερία υποδαυλίζοντας έτσι την ίδια τη σχέση τους.
Δυστυχώς δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουν τα νέα άτομα τον βαθμό της αγάπης του άλλου προς τους ίδιους, από τον βαθμό εγωισμού και κτητικότητας του.
Συχνά στους έφηβους η ζήλεια και η κτητικότητα εκλαμβάνεται ως ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τον άλλο και το βιώνουν σαν κάτι πολύ ρομαντικό. Σαν αφοσίωση και που οι ίδιοι πρέπει να ανταποκριθούν αναλόγως.
Σ’ αυτό το σημείο κάνω μια αναφορά στην ιστορική διαδρομή της σχέσης του ζευγαριού στον χρόνο. Διαβάζοντας κάποια γράμματα του 1800 και αρχές 1900 ήταν εντυπωσιακός ο ρομαντισμός που έγραφε κυρίως ο άντρας προς το έτερο «ήμισυ» του, με την ανάλογη ανταπόκριση που βίωνε και του έδινε δύναμη ώστε να αντέχει στις αντιξοότητες και τις κακουχίες της ζωής, όπως οι πόλεμοι.
Σήμερα έχουν αλλάξει πολύ οι ρόλοι των δύο φύλων και καλλιεργείται σε μεγάλο βαθμό η ατομικότητα, η προσωπική ανέλιξη και συχνά η σχέση μετατρέπεται σε συμβίωση δύο ατόμων με κοινά συμφέροντα, όχι απαραίτητα μόνο οικονομικά και ανάγκες. Σε μία κοινωνία όπου κυριαρχεί ο καταναλωτισμός και η ποιότητα ζωής και σχέσεων εκτιμάται κυρίως στο «έχω».
Όταν φθάσει στο σημείο κάποιος να βιώσει τον άλλον στο ζευγάρι σαν αποκλειστικό κτήμα του και να απαιτεί να τον ελέγχει, εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε γυναικοκτονία και ακόμη να βάλει ένα τέλος στη ζωή του γιατί δεν υπάρχει το νόημα για να ζει.
Ένιωσα την ανάγκη να καταθέσω κάποιες σκέψεις μου με αφορμή τις πολύ επώδυνες γυναικοκτονίες των ημερών και που καθρεφτίζουν ένα μέρος της σύγχρονης κοινωνίας μας.
Σπύρος Μεταξάς Ψυχίατρος - Ψυχοθεραπευτής